- θρακοφρυγικός
- -ή, -ό(για πληθυσμούς) αυτός που αποτελείται από Θράκες και Φρύγες, που ανήκει σε θρακικά και φρυγικά φύλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < Θρᾴξ, -κός + φρυγικός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θρακοφρυγικός — ή, ό αυτός που ανήκει στα θρακικά και φρυγικά φύλα: Θρακοφρυγική θεότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)